- σκαλπ
- Πολεμική συνήθεια ορισμένων λαών που έπαιρναν ως λάφυρο από το κεφάλι του σκοτωμένου εχθρού ή και τραυματία αιχμάλωτου, μαλλιά μαζί με δέρμα. Το σ. ήταν γνωστό σε πολλούς αρχαίους λαούς όπως οι Γαλάτες και οι Σκύθες. Την περίοδο από το 17o ως το 19o αι. η συνήθεια αυτή που παλιότερα υπήρχε στο νοτιοανατολικό τμήμα της Β. Αμερικής, επεκτάθηκε σε πολλές ινδιάνικες φυλές της Β. Αμερικής με τη μεσολάβηση των Ευρωπαίων αποικιστών. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι έδιναν βραβεία στους Ινδιάνους «συμμάχους» τους για τα σ. στα κεφάλια πολεμιστών των εχθρικών προς αυτούς φυλών.
* * *το, Νάκλ.1. πρακτική που συνίσταται στην αφαίρεση από το κεφάλι τού εχθρού μιας τούφας μαλλιών μαζί με το αντίστοιχο τμήμα τού δέρματος ως πολεμικό τρόπαιο και που εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ από τους Ινδιάνους αλλά και από τους Λευκούς κατά τών Ινδιάνων2. (κατ' επέκτ.) το τμήμα τού δέρματος τής κεφαλής μαζί με την αντίστοιχη μάζα τριχών που αφαιρείται με την παραπάνω πρακτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scalp «δέρμα τής κεφαλής», λ. σκανδιναβικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.